< ἐνορύσσω
ἐνόρχημα >
ἐνορχέομαι
bailar en
,
danzar en
c. dat., fig.
αὐτὰς ἐνορχεῖσθαι ταῖς παρειαῖς ... τὰς Χάριτας
Alciphr.1.11.3, cf. 3.29.3.