< ἔνθεος
ἐνθερμαίνομαι >
ἐνθερίζω
pasar el verano
,
veranear
ἐνθερίσαι μὲν ἡ πόλις οἵα βελτίστη
de Tebas
, Ps.Dicaearch.1.21, cf. Poll.1.62.