< ἐνθερίζω
ἔνθερμος >
ἐνθερμαίνομαι
tener calentura
o
fiebre
ἐξ ὧν ἂν διψῷεν οἱ ἐνθερμανθέντες
Gal.17(2).103
•
fig., en perf.
estar inflamado
ἐντεθέρμανται πόθῳ
S.
Tr
.368.