ἐνελίσσω
• Alolema(s): ἐνειλ- Hdt.2.95, Aret.CA 1.6.9
I tr.
1 envolver en c. giro prep.
τὸν καρπὸν (τοῦ λίνου) ... ἐς εἴριον ἐνελίξαιHp.Mul.2.179, cf. Steril.223,
(ὀστράκους) ἐς ῥάκος ἐνειλίσσωνHp.l.c.,
ἐνειλίττουσιν αὐτοὺς ... εἰς ὀθόναςGal.15.713, c. dat.
σίλφιον ... μέλιτι ἑφθῷ ἐνειλίξανταAret.l.c.
•en v. med. mismo sent.
(τοῦτο) ... θερμῷ ἐνελιξαμένη εἰρίῳHp.Mul.2.193,
ἐνειλιγμένοι τοὺς πόδας εἰς πίλουςPl.Smp.220b, en v. pas., de una muestra de tela
τὸ πρόσχρωμον ἐνείλικται τῇδε τῇ ἐπιστολῇPOxy.1153.23 (I d.C.).
2 enrollar
λήνεα ἠλακάτῃ δ' ἐνέλισσεNonn.D.6.147, en v. pas.
ἐνειλιχθεῖσα δ' ἡ ῥάβδος ὀρθοῦταιD.P.Au.3.18
•en v. med., ref. un rollo de papiro AP 12.257 (Mel.).
3 encerrar del aire o el vapor, en v. pas. ser, quedar encerrado
ὄγκος ἐστὶν ἢ ἔμφραξις, οἱονεῖ ἐκεῖσε ἐνειλίσσεται αὐτὸ τὸ ὑποθυμιώμενονSteph.in Hp.Aph.3.158.15,
(πνεῦμα) ὀλίγῳ δ' ἐνελίσσεται ὄγμῳNic.Al.287.
II intr. en v. med.
1 envolverse c. giro prep.
ἐν ἱματίῳ ἐνειλιξάμενοςHdt.l.c.
2 girar alrededor, dar vueltas c. dat.
πάννυχος οὐρανίοις ἐνελίσσεται εἰδώλοισινA.R.3.1004.