ἐνελαύνω


1 tr. clavar, hundir ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος Il.20.259, fig. ὁπόταν τις ... καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pi.P.8.9.

2 intr. en v. med. lanzarse contra, atacar ὥστε καὶ ἵππους καὶ ὀχήματα ... ἐνελαύνεσθαι D.C.49.30.3.