ἐνέλκω
1 medic. extender en un lienzo para hacer una cataplasma
ἀμμωνιακὸν θυμίασμα λειοτριβήσας μετ' ὄξους ἔνελκε καὶ ἐπιτίθειGal.14.460.
2 asignar, imponer sólo en v. pas., de impuestos o prestaciones forzosas recaer, cargar sobre c. dat. o giro prep.
ὁ ἐνελκόμενος σοι φόροςPFlor.370.14 (II d.C.),
τὰ ἐνελκόμενα αὐτῷ δημόσια τελέσματαPMichael.41.35 (VI d.C.),
ἑτοίμως ἔχω ... παρασχεῖν τὰ ἐνελκόμενα εἰς αὐτῷ τῷ κτήματιPLond.1595.12 (VI d.C.), cf. PMich.659.222 (VI d.C.).