ἐνδῠναστεύω
1 c. suj. de pers. tener poder, reinar sobre, tener el dominio sobre c. dat. o prep. c. dat.
ἐκείνοις ἐνδυναστεύσας ἐγὼ ἥκωA.Pers.691,
τῆς Καρχηδόνος ... ἐνδυναστευούσης τῇ θαλάττῃAnon.ined.Vat.3.3,
τις ἐνδυναστεύων ... ἐν αὐτῇ (Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ)D.C.68.28.3
•abs. ser poderoso, tener autoridad, ejercer influencia
ἐνδυναστεύει ὁ Ἐπαμεινώνδας ὥστε μὴ φυγαδεῦσαι τοὺς κρατίστουςX.HG 7.1.42,
οἱ ... τιμώμενοι τε καὶ ἐνδυναστεύοντεςPl.R.516d, cf. Arr.Parth.71.
2 fig., c. suj. de cosa o abstr. ejercer un dominio en o entre c. dat. c. o sin prep.
ὁ ... χυμὸς ... μᾶλλον ἐνδυναστεύων ἐν τῷ σώματιHp.VM 20,
οὐκ ἐάσας ἐνδυναστεῦσαι τῇ ψυχῇ τὴν δεσποτείαν τῶν ἡδονῶνLib.Or.12.101, cf. Chrys.M.47.388
•abs., a veces c. giro prep. dominar
εἰ ... τὸ ἓν τούτων ἐνδυναστεύοι κατὰ τὸν βίονsi la unidad dominara en la vida Damippus Pyth.Hell.69.9,
πλοῦτος μοῦνος ... ἐνδυναστεύσαςEus.Mynd.39
(τὸ γένος φυσικόν) ἐνδυναστεύει παρὰ πᾶσαν τὴν ... διακόσμησινIambl.Myst.3.28,
τὸ πέρας ἐνδυναστεύει κατὰ τὴν μῖξινProcl.Inst.159.