< ἐνδυναμόω
ἐνδῠναστεύω >
ἐνδυνάμωσις
,
-εως, ἡ
fortalecimiento
c. gen., medic.
αἰδοίου
Gal.14.562,
στομάχου
Gal.14.563, crist.
ἀρετῆς
Serap.
Euch
.1 (p.48).