ἐνδιαλλάσσω
1 alterar, transformar
ὅσα δὲ παθήματα ἐγγινόμενα τῇ ψυχῇ μηδέν τι ἐνδιαλλάττει τὰ σημεῖα τὰ ἐν τῷ σώματιArist.Phgn.806a13
•cambiar, mudar
τὰ ῥήματαHippol.Haer.5.11.1.
2 part. perf. pas. ὁ ἐνδιηλλαγμένος invertido, sodomita Aq.3Re.22.47
•ἡ ἐνδιηλλαγμένη prostituta, meretriz Aq.Ge.38.21, De.23.17.