ἐνδεσμεύω
1 atar, sujetar
τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων ... κατετόξευσεD.S.20.71.
2 envolver
τοῦτον (ἐρέβινθον) ... ὀθονίῳDsc.Eup.1.167.1,
αὐτὸν (τὸν τάριχον) ... εἰς χάρτηνGal.14.444, en v. pas.
ῥίζα ... ἐνδεσμευομένη κυτίδιDsc.Eup.1.146.
3 encerrar, aprisionar en v. pas.
ὥστε ... τὸ σκάφος ... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳD.S.3.40,
εἴς τινα θηρίων ἐνδεσμεύονται σώματαIust.Phil.Dial.4.6.