< ἔνδεσις
ἐνδεσμεύω >
ἔνδεσμα
,
-ματος, τό
atado
,
atadijo
ἐνδέσματι ... χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας
Dsc.2.114.3, cf. 126.4.