ἐναπόδεικτος, -ον
1 explícito
αἱ ἐναπόδεικτοι τοῦ Δεσπότου φωναίAth.Al.M.26.1093B, cf. 1097A.
2 adv. -ως claramente, de modo evidente o incontrovertible, PMasp.151.180, PLond.1708.135 (ambos VI d.C.).
αἱ ἐναπόδεικτοι τοῦ Δεσπότου φωναίAth.Al.M.26.1093B, cf. 1097A.