< ἐναπόδεικτος
ἐναποδέχομαι >
ἐναποδεσμεύω
atar fijamente
,
sujetar en
en sent. fig.
ὁ ἐναποδεσμεύων μνησικακίαν ἐν ψυχῇ αὐτοῦ
Euagr.Pont.
Sent.Mon
.10.