< ἐναποσκιρρόομαι
ἐναποσμήχω >
ἐναποσκοπέω
dirigir la mirada
οἱ ὀφθαλμοὶ εἰς αὐτὸν ἐναποσκοποῦντες
Greg.
Disp
.M.86.776D.