< ἐναπόσκηψις
ἐναποσκοπέω >
ἐναποσκιρρόομαι
endurecerse
,
encallecerse en
c. dat.
ὅταν ... φλεγμονὴ τοῖς σώμασιν ἐναποσκιρρωθεῖσα τύχοι
Chrys.M.54.675.