< ἐναποσκοπέω
ἐναποσπάω >
ἐναποσμήχω
lavar
,
borrar
fig.
(φάρμακα) οἷα τὴν τῆς ἁμαρτίας φύσιν ἐναποσμήχειν δύνανται
Chrys.M.63.739.