< ἐναντιοποιός
ἐναντίος >
ἐναντιοπραγέω
oponerse
,
ser contrario
de pers.
κατεπλήξατο ... τοὺς ἐναντιοπραγοῦντας
D.S.15.59, cf. 3.65, 4.49.