< ἐναμηχανέω
ἐνάμιλλος >
ἐναμιλλάομαι
rivalizar
,
competir en
c. πρός y ac.
ὅσοι δὲ πρός τι ἐναμιλλῶνται γνησίως
Them.
Or
.21.254c (cód.).