< ἐνᾰμέλγω
ἐναμιλλάομαι >
ἐναμηχανέω
estar apurado
,
abrumado
ταῖς πολυοδίαις τοῦ βίου τούτου
Gr.Nyss.
Hom.in Eccl
.379.5.