ἐνάμιλλος, -ον
1 que rivaliza o compite con, comparable a
a) c. dat. directivo o πρός c. ac.
ἵν' ... καὶ σὺ ταύταις ἐ. γένῃCrates Theb.Ep.9,
τοῖς πολίταις ἐνάμιλλο[ν παρασκευάζω]ν ἑαυτόνIG 22.835.12,
Ἡρακλεῖ καὶ Διονύσῳ ἐνάμιλλον τιθέασί μεLuc.DMort.12.6, cf. Plu.Comp.TG CG 3,
ἐνάμιλλον τὴν σαυτοῦ δόξαν καταστήσεις τοῖς πρωτεύσασινIsoc.5.68, cf. D.25.54,
τὸν κυνισμὸν εἶδός τι φιλοσοφίας εἶναι ... τοῖς κρατίστοις ἐνάμιλλονIul.Or.9.182c,
πέρναι διάφοροι ... ταῖς Κιβυρικαῖς ἐνάμιλλοιStr.3.4.11,
καὶ ὅλως ἂν τὸ μέγεθος ἐνάμιλλον εἴη καὶ πρὸς πλοῦτον καὶ πρὸς ἐλευθερίανy la talla en general podría entrar en competencia con la riqueza y la libertad Arist.Pol.1283a5, cf. Pl.Criti.110e;
b) c. dat. directivo y ac. de rel., dat. limit. o πρός c. ac. comparable en, que rivaliza en
αὐτὸς ... τὴν φύσιν δοκεῖ ἐ. εἶναι τοῖς ἡλικιώταιςPl.Prt.316b,
ἄνδρα ... εὐταξίᾳ δὲ καὶ πρᾳότητι τοῖς πρώτοις ἐνάμιλλονPlu.Brut.2, cf. D.S.5.32,
τοῦτο μὲν τόλμῃ, τοῦτο δὲ τύχῃ ταῖς ἀρίσταις (πράξεσιν) ἐνάμιλλονesto (fue) en audacia y suerte comparable a las mejores (acciones) Plu.Arat.24,
(δύναμιν) ἐνάμιλλον ... πρὸς ἀρετὴν πόλεως τῇ τε σοφίᾳ αὐτῆςPl.R.433d;
c) sólo c. dat. limit.
τὴν παράλιον ἐνάμιλλον εὕροι τις ἂν τοῖς ἐκ θαλάττης ἀγαθοῖςuno encontraría que la zona costera rivaliza en los bienes sacados del mar (con la zona interior), Str.3.2.7.
2 adv. -ως rivalizando con, en igualdad con c. dat.
ἐναμίλλως τοῖς ... περὶ ἑκάτερον τούτων εὐτυχηκόσινIsoc.12.7.