< ἔμψῡχος
ἐμψυχόω >
ἐμψυχοφαγία
,
-ας, ἡ
comida de carne animal
πᾶσαν δὲ ἀπαγορεύοντες ἐμψυχοφαγίαν
Epiph.Const.
Anac
.1.30.