< ἐμμετρέω
ἐμμετριάζω >
ἐμμετρία
,
-ας, ἡ
moderación
,
mesura
Pl.
Phlb
.52c,
R
.486d
•
ret.
proporción
τῶν περιόδων
D.H.
Comp
.26.1.