< ἐμμετρία
ἐμμετροποιός >
ἐμμετριάζω
lit.
moderar
,
atemperar
ἐμμετριάζει δὲ καὶ ἐκφράσεσι ... ῥητορικῶς τὰ γραφόμενα
Eust.
Pind
.18.