< ἔκχῠμα
ἐκχυμίζω >
ἐκχῠμενίτας
,
-α, ὁ
despilfarrador
τ[ὸ]ν ... ἐκχυμενίταν, τῶν κτεάνων ὄλεθρον
Cerc.1.47, cf. ἐκχύτης.