< ἐκχύλωσις
ἐκχῠμενίτας >
ἔκχῠμα
,
-ματος, τό
1
caudal
αἵματος
Orac.Sib
.3.320, cf. 11.106.
2
fig.
grandeza
οὐ μαθὼν δὲ τὸ τῆς ψυχῆς ἔκχυμα
Ps.Callisth.1.18
B
.