< ἐκχῠμενίτας
ἐκχυμόομαι >
ἐκχυμίζω
succionar
,
extraer el jugo
ἐκχυμίζει πολλὰ τῶν ὀστρέων
Arist.
PA
681
b
10,
ἔξω οἱ ἀράχναι ἐκχυμίζουσιν
Arist.
HA
594
a
15.