ἐκχυμόομαι
medic. extravasarse
φλέβια ... ἐκχυμοῦνταιHp.Fract.11,
ὥστε ... φλέβας ἐκχυμωθῆναιHp.Art.86, Mochl.30
•part. neutr. subst.
τὰ ἐκκεχυμωμέναlos humores extravasados Hp.Hum.1,
τὰ ἐκχυμωθένταGal.7.719.
φλέβια ... ἐκχυμοῦνταιHp.Fract.11,
ὥστε ... φλέβας ἐκχυμωθῆναιHp.Art.86, Mochl.30
τὰ ἐκκεχυμωμέναlos humores extravasados Hp.Hum.1,
τὰ ἐκχυμωθένταGal.7.719.