ἐκτάραξις, -εως, ἡ
• Morfología: [jón. plu. gen. ἐκταραξίων Hp.Prorrh.2.42]
medic. irritación, desajuste, descomposición
ἐ. κοιλίηςHp.Coac.138, 209, cf. Orib.5.31.2, Aret.SA 2.1.4,
γαστρόςGal.17(1).168, cf. Paul.Aeg.3.39.1, Steph.in Hp.Progn.74.29,
αἱ κοιλίαι ἰσχυρὰς ὀδύνας παρέχουσιν ἄνευ ἐκταραξίωνHp.Prorrh.2.42,
αἱ δὲ περὶ τὴν κάτω κοιλίαν ἐκταράξειςPlu.2.134c.