ἐκταρακτικός, -ή, -όν
perturbador, que produce trastornos del vientre o la digestión
(κρέα) χολερώδεα δ' ἂν εἴη καὶ ἐκταρακτικάHp.Acut.(Sp.) 50 (cód.),
τὸ ὑγρὸν (γάλα) ... κοιλίας ἐκταρακτικόνSor.2.9.29
•fig.
πάντα τὰ πάθη ... ἐκταρακτικὰ τοῦ διορατικοῦ τῆς ψυχῆς ἐστιBasil.M.29.357B.