ἐκταράσσω
• Alolema(s): át. -ττω
I tr. en v. act.
1 turbar, perturbar sobremanera pers., la mente o el estado de ánimo
οἷα ... φιλεῖ ... πολλοὺς ἐκταράσσειν, δέος τοῖς Ἴβηρσιν οὐχ ἐλάχιστον ἐνεποίειD.C.57.2,
αὐτόνAel.NA 13.27,
τὸν νοῦνManes 125.11, cf. Basil.M.29.293B,
τὴν ψυχήνEuagr.Pont.Schol.Ec.35.14,
ἐκταράσσοντα μου τὸν νοῦνSocr.Sch.HE 4.23.57, cf. Iul.Or.3.97d,
προσαναχρωννύμεθα τοῖς ἐκταράττουσινPlu.2.490d, en v. pas.
ὑπὸ τῶν τοιούτων ἐκταραττομένουςIsoc.15.5,
ὑπὸ λύπηςHeraclid.Pont.61,
ὑπὸ τοῦ πάθουςPlu.Caes.53, cf. 2.537a,
ὑπὸ τῶνδε ... ἐκταρασσόμενοςApp.Syr.28, cf. Gr.Naz.M.37.1226A.
2 atemorizar, asustar
οἱ φοβερισμοὶ σου ἐξετάραξαν μεLXX Ps.87.17, cf. Lib.Or.1.26,
ὁ κλύδων δεινῶς σφας ἐξετάραττενD.C.41.46.3,
δόξαν ἐκταράσσουσαν ἅπαντας ... ἐμήνυσανApp.Mac.4,
τοὺς ὑπηκόουςLyd.Mag.1.44,
τοὺς ἵππουςArr.Tact.16.14, en v. pas.
ὑπὸ ... τῶν ἐν τοῖς πολέμοις δεινῶν ... ἐκταράττεσθαιD.C.36.26.2,
ὑφ' ὧν ἐκταρασσόμενοι μικροῦ τῆς οἰκοδομίας ἀπέστησανI.AI 11.175.
3 polít. agitar, alborotar, revolucionar
σκοπούντων ὅπως ... τὸν τε δῆμον ... οὐ παρέξουσιν ἐκταράττειν τοῖς δημαγογοῖςprocurando no dar ocasión a los demagogos de revolucionar al pueblo Plu.Cor.19,
οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλινAct.Ap.16.20, cf. 15.24 (var.),
τοὺς γεωργούςPGen.1.12 (III d.C.) en BL 1.156 (III d.C.),
αὐτοὺς (Ἰουδαίους)Chrys.M.60.446, cf. Hsch.s.u. ἐκβακχεύει
•c. compl. de resultado
τοὺς Ἰουδαίους ... ἐκταράσσων ἐπὶ ἀποστάσειI.AI 17.253.
4 de inanimados agitar, revolver
ἐκταράττει αὐτὴν (κύλικα), καὶ ἐκχεῖ τὸ ποτόνAel.NA 17.37,
τῆς συὸς ... τῷ ῥύγχει τὸν φορυτὸν ἐκταρασσούσηςClem.Al.Paed.3.11.56, en v. pas. frec. del mar
μηδὲ ἐκταραχθῇ ὑπὸ πνεύματος τὸ ὕδωρAel.NA 14.3,
τὰ μὲν ἁλμυρὰ ὕδατα σφοδρῶς ὑπὸ τῶν πνευμάτων ἐκταρασσόμεναBasil.M.29.421B,
(θάλασσα) ὅταν ἐκταραχθεῖσα τοῖς πνεύμασιPlu.2.456c,
ὃ δὴ (σπέρμα) τῇ ἐμφύτῳ τοῦ ἄρρηνος θέρμῃ ... ἐκταραχθὲνClem.Al.Paed.1.6.48.
5 medic. trastornar, descomponer
σταφυλή· ἡ πρόσφατος ... ἐκταράσσει τὴν κοιλίανDsc.5.3.1,
τὴν γαστέραGal.6.460
•desajustar el vientre
τοὺς ἐμέτους ποιητέον ἄνευ φαρμακείας ... μηδὲν ἐκταράττονταςPlu.2.134e.
II intr. en v. med.-pas.
1 turbarse, perturbarse c. ac. de rel.
τοῦτο ἐκταραχθείς ... ἀνεβόησαLuc.Philopatr.25, c. πρός y ac.
καταστολὴ περιβολῆς πρὸς οὐδὲν ἐκταραττομένη πάθοςPlu.Per.5
•c. compl. de resultado
εἰς ὀργὴν ἐκταραττόμενοςI.AI 16.265
•del trance místico, etc.
παντάπασιν ἐκταραχθεῖσαde la sacerdotisa de Delfos, Plu.2.438b,
μάντεις ... ὑπὸ ... θυμιαμάτων ... ἐκταραχθέντεςClem.Al.Strom.1.21.135
•inquietarse, desasosegarse
ἐκταραχθέντες μετ' εὐλαβείαςinquietos sin perder la prudencia Iambl.VP 190
•de animales
τὸν αἴλουρον ὀσμῇ μύρων ἐκταράττεσθαι ... λέγουσινPlu.2.144c,
κύνες πρὸς πᾶσαν ἐκταραττόμενοι βοήνPlu.2.465c, abs.
ὡς ἂν μὴ ἀνεγρόμενος ἐκταραχθείηLuc.DDeor.19.2,
ἐκταραχθεῖσα ἠπόρειAel.NA 8.22,
ἐκταραχθεὶς ἀνηπήδησεAesop.170.
2 atemorizarse, asustarse
δείμασι ἐξεταράττετοI.BI 7.452,
ὁ ἵππος ... ἐκταραχθεὶς τῷ πτώματιAch.Tat.1.12.6, cf. D.S.14.77,
ἐκταραχθεὶς πρὸς τὸν τῶν πληγῶν φόβονLuc.Somn.16,
ἵνα μηθὲν ἐπὶ ταῖς μισουμέναις προσηγορίαις ἐκταράττωνταιD.H. 5.73,
ἐκταραχθέντα ἀναπηδῆσαιAristodemus en Ath.246e,
ὥστε ... τοὺς δικαστὰς θορυβούμενος ἐκταράττεσθαιD.C.40.52.1,
ὥστε τὴν γερουσίαν ... ἐκταράττεσθαιD.C.109.6.
3 agitarse, alborotarse
τῆς πόλεως ἐπ' αὐτοὺς ... ἐκταραχθείσηςI.BI 7.41.
4 medic. descomponerse
ἐν τοῖσιν ἐμπυήμασιν ... αἱ κοιλίαι ἐκταράσσονταιHp.Epid.6.2.21, cf. Hp.Epid.1.15, Aër.3, Prorrh.2.10, Dieuch.15.8,
ἐκταραχθήσεται παντῶς ἡ γαστήρGal.9.767,
ἐκταράττεται τοῖς πλείστοις ἡ γαστὴρ διὰ τὴν τοῦ στομάχου φλεγμονήνAët.4.9.