< ἐκστρατεύω
ἐκστρέφω >
ἐκστρατοπεδεύομαι
acampar en las afueras
ἔτυχον ἐξεστρατοπεδευμένοι ἔξω τῆς πόλεως
Th.4.129, cf. X.
Cyr
.6.3.1.