ἐκστρατεύω


I intr.

1 partir en expedición militar, salir en campaña ἐξεστράτευσαν ... πανδημεῖ ἐς Λεῦκτρα Th.5.54, ἐξεστράτευσεν ὡς δουλωσόμενος τὴν Ἑλλάδα X.Ages.7.7, εἰς τὴν Ἀσίαν μετὰ δυνάμεως πεζικῶν καὶ ἱππικῶν IAxoum 276.8 (Adulis III a.C.), cf. Plb.5.43.6, κατὰ τῶν Πάρθων D.C.75.9.1, ἀπὸ Κυρήνης Polyaen.2.28.1
fig. de anim. ἡ ἀκρὶς ... ἐκστρατεύει la langosta ... sale de campaña ref. a sus plagas, LXX Pr.30.27
en v. med. mismo sent. οἱ δὲ Βαβυλώνιοι ἐκστρατευσάμενοι ἔμενον αὐτόν Hdt.1.190, ἐς Ἴρασα Hdt.4.159, Λακεδαιμονίων ἐκστρατευομένων Th.2.12, cf. 5.55, And.Myst.45.

2 en part. perf. med. subst. οἱ ἐξεστρατευμένοι los veteranos App.BC 3.6
tb. en aor. ἐκστρατευσάμενος licenciado, veterano, IGPA 70.9 (imper.).

II tr., fact. hacer marchar en expedición ὁ γὰρ Ἀγαμέμνων ἀπόρως ἔχει ἐκστρατεῦσαι τοὺς Ἕλληνας pues Agamenón es incapaz de hacer marchar a los griegos en expedición D.H.Rh.9.5, cf. 6.