ἐκπροφεύγω
escapar de c. ac.
ὀλοὸν μόρονAP 6.218 (Alc.Mess.), cf. Gr.Naz.M.37.1536A,
λοιμοῦ ... ὁρμήνIUrb.Rom.1378.1 (II/III d.C.),
πῶς κεν πολιὸν γένος ἐκπροφύγῃσιOrph.L.397,
κόλπον δικτύουOpp.H.3.606
•tb. c. gen. o adv.
δεσμῶνOrác. en Hld.8.11.3,
μάχηςQ.S.6.284, cf. Synes.Hymn.1.394.