ἐκπροχέω
1 derramar c. ac. y gen.
ὄσσων ἀέναον δάκρυον ἐκπροχέωνIUrb.Rom.1379.6 (II/III d.C.), fig.
χλοεροὺς ἐκπροχέων πλοκάμουςderramando verdosas cabelleras de la hiedra AP 7.22 (Simm.).
2 lanzar
οὐκέτι ... ἁδεῖαν μέλπων ἐκπροχέεις ἰαχάνAP 7.201 (Pamph.).