< ἐκπροτῑμάω
ἐκπροφεύγω >
ἐκπροφέρω
1
sacar de
c. gen.
γαστέρος ἐκπροφέρωσι ... Εἰλείθυιαι
Man.6.733.
2
proferir
ὕμνον στομάτων
Orac.Sib
.8.335.