ἐκπορίζω
I tr.
1 en sent. material procurar, proporcionar, abastecer de
a) c. ac.
στέγη πυρὸς μέτα πάντ' ἐκπορίζειS.Ph.299,
πάντα γὰρ κεντοῦμεν ἄνδρα κἀκπορίζομεν βίονAr.V.1113,
ἐκπορίζειν τὸ ἐπιθυμούμενονPlot.4.4.17, en v. pas.
ὅσα μὲν ὑπ' ἐμοῦ προσῆκον ἦν ἐκπορισθῆναιD.C.50.16.1
•en v. med. procurarse, obtener
τὰ αὐτοῦ ἅμα ἐκποριζώμεθαTh.1.82, cf. 125, Pl.Grg.492a, Plb.22.3.2,
ἐξεπορίσατο ... παρὰ τοῦ βασιλέως ... εἰς ἐλαιοχρίστιον καθ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν δραχμὰς φʹIMetropolis 1B.23 (II a.C.), IPrusa 1001.17 (II a.C.);
b) c. ac. y dat. de pers.
οἷς τε ὅπλα μὴ ἔστιν ἐκπορίζοντεςproporcionando armas a quienes no las tienen Th.6.72,
ἀργύριον ὑμῖνAnd.2.17,
τοῖς δεομένοις βίονIsoc.8.131, cf. 46, X.Cyr.3.1.30, An.5.6.19, Pl.R.341d, Prt.321b, Luc.Merc.Cond.30;
c) fig. procurar, proveer de
σμικρᾶς ἀπ' ἀρχῆς νεῖκος ἀνθρώποις μέγα γλῶσσ' ἐκπορίζειla lengua proporciona a los hombres gran disputa a partir de un pequeño comienzo E.Andr.643, cf. Pl.Ep.331c, Men.78e, en v. pas.
πῶς οὖν καὶ τοῦτο ἐξεπορίσθη;Gr.Thaum.Pan.Or.5.76
•c. ὅπως y fut. procurar que
ἐκπορίσας ὅπως κωπῆς ἔσονταιAr.Lys.421.
2 ref. operaciones mentales maquinar, tramar
ἄδικος ἄδικά τ' ἐκπορίζων ἀνήρE.Ba.1042,
ἐς παῖδ' ἐκπορίζουσαι φόνονE.Io 1114,
μηχανήνAr.V.365.
II intr., prob. por contaminación c. ἐκπορεύω salir, partir
ἐξεπόρισα ἐκ τοῦ ΒυζαντίουMarc.Diac.V.Porph.27,
ἐντεῦθενSEG 34.1243.30, cf. 27 (Misia V d.C.).