ἐκπορθμεύω


llevarse por mar en barco c. gen., en v. pas. ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός E.Hel.1179
en v. med. mismo sent. Μενέλαος αὐτὴν ἐκπεπόρθμευται χθονός E.Hel.1517.