< ἐκπορίζω
ἐκποριστέον >
ἐκπορισμός
,
-οῦ, ὁ
provisión
(γῆ) σοι περὶ τὸν τῶν ἀναγκαίων ὑπηρετοῦσα ἐκπορισμόν
Cyr.Al.
Ep.Fest
.8.3.21.