< ἐκπαραπίπτω
ἐκπαρθενεύω >
ἐκπαρέχω
entregar
,
abandonar
c. ac. y dat.
τῷ κόσμῳ ἑαυτὸν ἐκπαρέχοντα
Mac.Aeg.M.34.892C.