< ἐκπαππόομαι
ἐκπαρέχω >
ἐκπαραπίπτω
astrol.
caer fuera de sitio
, e.e.
encontrarse en un lugar desfavorable
ὁ δὲ τούτων κύριος Ἄρης ἐκπαραπεσών ... ἐναντία ... ἐποίησεν
Vett.Val.89.22.