ἐκπαρθενεύω
1 perder la virginidad
ἵνα μὴ λιθοβοληθῇ ὡς ἐκπαρθενεύσασαref. a la concepción de la Virgen, Origenes Hom.6 in Lc. (p.43).
2 desvirgar
δάμαρSch.Opp.H.1.390.
ἵνα μὴ λιθοβοληθῇ ὡς ἐκπαρθενεύσασαref. a la concepción de la Virgen, Origenes Hom.6 in Lc. (p.43).
δάμαρSch.Opp.H.1.390.