ἐκλαμπρύνω


I 1adornar τὸ ἱερόν I.BI 7.45
fig. ἐκλαμπρύνουσι γὰρ αἱ δυνάμεις τοὺς ἄνδρας Max.Tyr.16.2, en v. pas. πόλιν ... τούτοις ἐκλαμπρυνθεῖσαν D.H.2.3, διὰ πάσης ἀρετῆς ἐκλελαμπρυσμένος Cyr.Al.Luc.1.251.21.

2 fig. iluminar v. pas. οἱ πίστει τῇ εἰς Χριστὸν ἐκλελαμπρυσμένοι Cyr.Al.M.71.57D
aclarar, arrojar luz sobre τὴν ... κόλασιν ἐκλαμπρύνωμεν Cyr.Al.M.73.452A.

II como interpr. de σμώχω ‘moler’ τὸ γὰρ ἐκλαμπρύνειν σμώχειν λέγουσιν Sch.Ar.Pax 1309.