ἐκλαμπτικός, -ή, -όν
luminoso
ἐκλαμπτικὴ φύσις τοῦ πυρόςGr.Nyss.Hom.in Cant.410
•fig.
ἐκλαμπτικὴ τοῦ βαπτίσματος χάριςGr.Nyss.Hom.in Cant.52.
ἐκλαμπτικὴ φύσις τοῦ πυρόςGr.Nyss.Hom.in Cant.410
ἐκλαμπτικὴ τοῦ βαπτίσματος χάριςGr.Nyss.Hom.in Cant.52.