< ἔγχωμα
ἐγχωνεύω >
ἐγχωματίζω
medic.
instilar
συὸς ... χολὴν ἴσα μέλιτι ... ἑνώσας ... χλιαρὸν ἐγχωμάτισον
Gal.14.494.