< Ἐγχώ
ἐγχωματίζω >
ἔγχωμα
,
-ματος, τό
barra
,
aluvión
depositado por un río
ἐκπιεζόμενον τὸ ὑγρὸν ὑπὸ τῶν συνισταμένων ἐγχωμάτων
Plb.4.39.9, cf. 4.40.9.