ἐγχωνεύω


rellenar de metal fundido, soldar τοὺς πελεκείνους para sellar un sepulcro Epigr.Anat.11.1988.154 (Perge, imper.), en v. pas. κόρακας σιδηρέους ... ἔξωθεν ἐνχωνευθῆναι εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ ἀνγίου ISide 220.4 (imper.).