< ἐγχελύδιον
ἔγχελυς >
ἐγχελυοτρόφος
,
-ον
criador de anguilas
τοῦτο (τὸ πότιμον ὕδωρ) τηροῦσιν οἱ ἐγχελυοτρόφοι ὅπως ... καθαρὸν ᾖ
Arist.
HA
592
a
2, cf.
Fr
.311.