< ἔγχελος
ἐγχελυοτρόφος >
ἐγχελύδιον
,
-ου, τό
dim. de ἔγχελυς
anguilita
ἔχειν καθαρείως ἐ. τι
Amphis 35,
ἐγχελύδια Θήβηθεν
Ephipp.15.6.