ἐγκέλευστος, -ον
• Grafía: graf. ἐκκ- Synes.Ep.73 (p.132)


1 animado, apremiado, instigado de pers. ἀνίσταντο ... ὑπ' ἐκείνου ἐγκέλευστοι X.An.1.3.13, ὑπὸ Κύρου X.Cyr.5.5.39, cf. D.H.4.12, κατήγορος Synes.l.c.

2 dirigido θρῆνος ἐ. I.BI 2.6.