ἐγκελεύω
• Grafía: graf. ἐκκ- Gr.Nyss.Beat.147.13, Anon. en Sud.s.u. ἀποπορεία
1 apremiar, urgir
μηδὲν ἐγκέλευ' ἄγανA.Pr.72
•más frec. en v. med. animar, incitar c. dat. de pers.
τις ... ἐγκελευόμενος τοῖς ... στρατιώταιςArist.Fr.11, cf. Amph.Seleuc.134,
τῶν Ἀλβανῶν τοῖς σφετέροις ἐγκελευομένωνD.H.3.20, c. inf.
Ἐπαμινώνδας ἐγκελευόμενος θαρρεῖνPolyaen.2.3.12,
ἐνεκελεύσατο τοῖς στραταγοῖς τειμᾶσαι τὸν ἄνδραIPE 12.79.23 (Olbia I d.C.),
ἐγκελευσαμένου φεύγεινPosidon.162,
ἐνεκελεύσω καὶ ἡμᾶς τι ... ὑπομνηματίσασθαιLongin.1.2, c. πρός y ac.
ἐγκελευόμεναι (τὰς δυνάμιες) τὰ ποτίφορα ποττὰ ἔργαTi.Locr.103a,
τῆς σάλπιγγος ἀρχομένης ἐγκελεύεσθαι πρὸς τὴν σύνταξινPlu.Pomp.70,
καταφρονητικῶς πρὸς τὸν θάνατον ἔχεινGr.Nyss.l.c., cf. Anon. en Sud.l.c.
•ref. perros azuzar c. dat.
ἐγκελεύειν ταῖς κυσίX.Cyn.9.7.
2 apremiar a la batalla haciendo sonar c. ac. int.
σαλπιγκτὴς ἐγκελευόμενος τὸ πολεμικόνPlu.Arist.21.